λαήνα

λαήνα
η
βλ. λαγήνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαγήνα — και λαγύνα και λαήνα και λαΰνα, η (Μ λαγήνα και λαήνα) μεγάλο πήλινο δοχείο, μεγάλο λαγήνι, υδρία, στάμνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lagena < ελλ. λάγυνος. Στους τ. λαήνα και λαΰνα έχει σιγηθεί το ενδοφωνηεντικό γ . Λόγω τής μεσολάβησης τού λατ. τ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”